βλαισότητα

βλαισότητα
η (Α βλαισότης) [βλαισός]
η ιδιότητα του βλαισού
αρχ.
(για τα μαλλιά) το να είναι σγουρά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βλαίσωση — η (Α βλαίσωσις) [βλαισούμαι] η βλαισότητα αρχ. σχήμα του ρητορικού λόγου είναι η παράταξη δύο αντίθετων προτάσεων κάθε μία από τις οποίες ακολουθείται από δύο αντίθετα συμπεράσματα …   Dictionary of Greek

  • βλαισοσκελής — ές (για άλογο) που παρουσιάζει βλαισότητα στα σκέλη …   Dictionary of Greek

  • βλαισόπους — ouv (AM βλαισόπους, ουν) αυτός που παρουσιάζει βλαισότητα, δυσμορφία, στα κάτω άκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλαισός + πους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”